- προνομεία
- η, ΝΜΑ [προνομεύω]η διαρπαγή αγαθών από εχθρική χώρα, με σκοπό την κάλυψη επισιτιστικών αναγκών τού στρατεύματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προνομεία — προνομείᾱ , προνομεία going out to forage fem nom/voc/acc dual προνομείᾱ , προνομεία going out to forage fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνομείας — προνομείᾱς , προνομεία going out to forage fem acc pl προνομείᾱς , προνομεία going out to forage fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνομείαι — προνομείᾱͅ , προνομεία going out to forage fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνομή — η, ΝΜΑ επιδρομή στρατιωτών σε εχθρική χώρα με σκοπό την κάλυψη επισιτιστικών αναγκών, προνομεία νεοελλ. στρ. σχηματισμός ιππικής μονάδας εφ ενός ζυγού με αραιά διαστήματα μεταξύ τών ιππέων αρχ. 1. ό,τι έχει αποκτηθεί με προνομή, τα λάφυρα, η λεία … Dictionary of Greek
προνόμευμα — εύματος, τὸ, Μ [προνομεύω] ό,τι έχει αποκτηθεί με προνομεία … Dictionary of Greek